χωλούμαι

χωλούμαι
-όομαι, ΜΑ
βλ. χωλῶ (III).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χωλώ — (I) άω, Α [χωλός] είμαι ή γίνομαι χωλός, κουτσός. (II) έω, Μ [χωλός] χωλαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά («ὁ ἵππος μου ἐκ τῆς πληγῆς ἐχώλει», Διγεν. Ακρ.). (III) όω, ΜΑ [χωλός] (μέσ. και παθ.) χωλοῡμαι, όομαι είμαι χωλός, κουτσός αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”